- αποκεφάλιση
- αποκεφάλιση, η και αποκεφαλισμός, οτο κόψιμο του κεφαλιού, η καρατόμηση: Αποφασίστηκε η θανάτωση των καταδίκων με αποκεφαλισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποκεφάλιση — η ο αποκεφαλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκεφαλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στο περιοδικό σύγγραμμα Φιλολογικός Συνέκδημος] … Dictionary of Greek
Αβάντζι, Ιωσήφ — (1615 – 1647).Ιταλός ζωγράφος. Είχε ειδικευτεί στη ζωγραφική τοπίων, λουλουδιών και φρούτων. Σπουδαιότερο έργο του θεωρείται Η αποκεφάλιση του Αγίου Ιωάννου, που βρίσκεται στη Φεράρα. Με το ίδιο επώνυμο είναι γνωστοί τέσσερις ακόμα Ιταλοί… … Dictionary of Greek
Βαλσαμάκης — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινής καταγωγής, που διασκορπίστηκε στην Κρήτη, τα Ιόνια νησιά και τη Δύση. 1. Γεράσιμος (19ος αι.). Όσο ήταν σπουδαστής στην Πίζα της Ιταλίας, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αντίθεση μεταξύ Κοραή και Κοδρικά για το… … Dictionary of Greek
Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
Βερόκιο, Αντρέα ντελ- — (Andrea del Verrocchio, Φλωρεντία 1435 – Βενετία 1488). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού γλύπτη και ζωγράφου Αντρέα ντε Μικέλε ντι Φρανσέσκο ντι Κιόνι (Andrea de Michele di Francesco di Cioni), από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Αναγέννησης.… … Dictionary of Greek
Φαμπρίτιους — (Fabrittius). Επώνυμο 2 Ολλανδών ζωγράφων του 17ου αι. 1. Φ. Βερνάρδος. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Λέγεται πάντως ότι ήταν μαθητής του Ρέμπραντ. Τα σπουδαιότερα από τα έργα του τιτλοφορούνται: Προσωπογραφία του αρχιτέκτονα… … Dictionary of Greek
καρατόμηση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του καρατομώ, αποκεφάλιση, κόψιμο του κεφαλιού: Παλιότερα οι θανατικές καταδίκες γίνονταν με καρατόμηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)